ληιάς

ληιάς
ληιάς, άδος: captive, Il. 20.193†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ληιάς — taken prisoner fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδας — ληιάς taken prisoner fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδε — ληιάς taken prisoner fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδες — ληιάς taken prisoner fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσι — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδων — ληιάς taken prisoner fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίδιος — ληΐδιος, ία, ον, θηλ. και ληϊάς, άδος (Α) [ληΐς] αιχμάλωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”